- πλυνόν
- πλυνόςtroughmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πλυνόν — Πλυνός trough masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλῦνον — πλύνω Acut. (Sp.) aor imperat act 2nd sg πλύνω Acut. (Sp.) pres part act masc voc sg πλύνω Acut. (Sp.) pres part act neut nom/voc/acc sg πλύνω Acut. (Sp.) imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πλύνω Acut. (Sp.) imperf ind act 1st sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλύνος — ὁ, Α [πλύνω] 1. το πλύσιμο 2. κάτι που έχει πλυθεί 3. φρ. α) «νιτρική πλύνου» νιτρικό σαπούνι β) μτφ. «πλύνον ποιῶ τινα» πλύνω γ) μτφ. «πλύνον πλύνεσθαι» υβρίζομαι … Dictionary of Greek
πλύνω — ΝΜΑ, πλένω Ν καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό ή ρίχνοντας πάνω του νερό (α. «πλένω την αυλή» β. «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτάς», ΚΔ) νεοελλ. 1. πλένω τα χέρια, το πρόσωπό μου, νίβω 2. (σχετικά με ρούχα) κάνω μπουγάδα, κάνω πλύση αρχ. 1.… … Dictionary of Greek